- σκληρολιπωμάτωση
- η, Νιατρ. αλλοίωση τού λιπώδους ιστού χαρακτηριζόμενη από διάμεση σκλήρυνση και αύξηση τού όγκου και τού αριθμού τών λιποκυττάρων, αλλοίωση η οποία στα πεπτικά όργανα εκδηλώνεται με πάχυνση και σκλήρυνση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerolipomatosis < σκληρός + λιπωμάτωση].
Dictionary of Greek. 2013.